- ἀνατρέφει
- ἀνατρέφωbring uppres ind mp 2nd sgἀνατρέφωbring uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
θρεπτήρ — θρεπτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. θρέπτειρα (Α) [τρέφω] αυτός που ανατρέφει … Dictionary of Greek
θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… … Dictionary of Greek
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
ιπποπόταμος — (Ηippopotamus amphibius). Αρτιοδάχτυλο θηλαστικό της οικογένειας των ιπποποταμιδών, της υπόταξης των χοιρομόρφων. Τα ενήλικα άτομα έχουν μήκος σώματος περίπου 4 5 μ., ύψος στο άκρο του ώμου 1,60 μ. και βάρος 3 4 τόνους. Το πολύ ογκώδες σώμα του… … Dictionary of Greek
ιπποτεχνία — η το να ανατρέφει και να εκγυμνάζει κάποιος ίππους, ιπποκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] … Dictionary of Greek
κουροθαλής — κουροθαλής, ές, θηλ. και κουροθάλεια (Α) 1. αυτός που θάλλει εκ νέου, που ξαναβλαστάνει 2. αυτός που ανατρέφει νέους («κουροθάλεια δάφνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + θαλής (< θάλος, το < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, νεη θαλής, οικο θαλής] … Dictionary of Greek
κουροτρόφος — Προσωνυμία αρχαίων ελληνικών θεοτήτων που προστάτευαν τους νέους. Ο Απόλλων, ο Ερμής, ο Ηρακλής μετά τη θεοποίησή του, η Αφροδίτη, η Άρτεμη κ.ά. ονομάζονταν Κ. Την ίδια ονομασία έφερε επίσης και μια θεά της Αθήνας, προστάτιδα των παιδιών. * * *… … Dictionary of Greek
κρικητός — (Cricetus cricetus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, και κυρίως στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, όπου είναι γνωστός σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ως χάμστερ (hamster). Έχει μήκος 30 35 εκ … Dictionary of Greek
ορφανοτρόφος — ο (ΑΜ ὀρφανοτρόφος, ον) 1. αυτός που ανατρέφει ορφανά 2. το αρσ. ως ουσ. ο ορφανοτρόφος (στο Βυζάντιο) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου αναλάμβανε τη διεύθυνση ορφανοτροφείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο… … Dictionary of Greek